-
1 ἐλευθέρια
ἐλευθέρια, τά, Opfer für Befreiung, ἐλευϑέρι' ἀφίκοντο ϑύσουσαι, ἅτε τῶν. φόρων ἐγένοντ' ἐλεύϑεραι Henioch. Stob. fl. 43, 27; bes. Freiheitsfest zu Platää, alle 5 Jahre zum Andenken an den Sieg über die Perser gefeiert, D. Sic. 11, 29 Paus. 9, 2, 6 Plut. Arist. 21; in Syracus, zum Andenken an die Abschaffung der Tyrannis des Thrasybul, D. Sic. 11, 72. – In Samos ein Fest zu Ehren des Eros, Ath. XIII, 562 a.
-
2 ἔκ-δεια
ἔκ-δεια, ἡ, Mangelhaftigkeit; τῶν φόρων, Rückstand mit Abgaben, Thuc. 1, 99; nach Schol. u. Suid. ἑκούσιος στέρησις χρημάτων, dagegen ἔνδεια ἀκούσιος. Vgl. Dem. 32, 30.
-
3 ἔκδεια
-
4 πρός-οδος
πρός-οδος, ἡ, 1) der Zugang, Zuweg, Pind. N. 6, 47; χαλεπαὶ πρὸς τὸ χωρίον, Xen. An. 5, 2, 3; ᾗ ἡ πρ. εὐπετεστάτη, Cyr. 5, 2, 3; πρὸς τὴν βουλήν, Erlaubniß in den Senat zu kommen, Dem. 24, 48, wie αἱ εἰς τὸν δῆμον πρ., Aesch. 2, 58; – das Hinzugehen selbst, πρόςοδον ποιεῖσϑαι, hinzugehen, auch anrücken in kriegerischem Sinne, Her. 1, 205. 7, 223. 9, 101; πρόςοδοι τῆς μάχης, Angriffe, 7, 212; Folgde. – Auch das Auftreten des Redners in der Volksversammlung, τὴν πρόςοδον ἐποιησάμην, Isocr. 7, 1. 15; ähnl. τῆς βουλῆς τῆς ἐν Ἀρείῳ πάγῳ πρόςοδον ποιο υμένης πρὸς τὸν δῆμον, Aesch. 1, 81. – 2) der feierliche Zug zu einem Tempel unter Gesang und Flötenbegleitung, um Opfer od. Gebete zu verrichten; πρόςοδοι μακάρων ἱερώταται, Ar. Nubb. 307; προςόδοις καὶ ϑυσίαις τιμᾶν ϑεούς, Isocr. 5, 32; ἐπαιάνισαν καὶ ὠρχήσαντο ὥςπερ ἐν ταῖς πρὸς τοὺς ϑεοὺς προςόδοις, Xen. An. 5, 9, 11; τῷ ϑυσίας τοῖς ϑεοῖς καὶ προςόδους πεποιῆσϑαι, Dem. 18, 86, wo der Zusatz ὡς ἀγαϑῶν τούτων ὄντων zeigt, daß ein Dankfest gemeint ist; u. so noch Sp., wie Luc. sacrif. 1. – 3) Das Einkommen, die Einkünfte des Staates; φόρων πρόςοδος, Her. 3, 89; ἀπὸ τῶν μετάλλων, 6, 46; bes. im plur. bei den Att. häufig, Thuc. 2, 13 u. öfter; τῆς γενομένης ἐπ' ἐνιαυτὸν ἑκάστοτε προςόδου, Plat. Legg. XII, 955 e; – übh. Gewinn, Nutzen, διὰ τὸ τὴν πρό ςοδον ἐκεῖϑεν αὑτῷ πλείω γίγνεσϑαι τῆς αὑτοῦ τέχνης, Legg. VIII, 846 e; προςόδου οὔσης κατ' ἐνιαυτόν, ἀπό τε τῶν ἐνδήμων καὶ ἐκ τῆς ὑπερορίας οὐ μεῖον χιλίων ταλάντων, Xen. An. 7, 1, 27; Cyr. 8, 1, 13 u. öfter, wie Dem., τοῠ ἐργαστηρίου 27, 18, u. Folgde; Λαυρεωτική, Plut. Them. 4.
-
5 αἰσθάνομαι
αἰσθάνομαι, αἰσϑήσομαι, ᾐσϑόμην (αἰσϑέσϑαι, s. unten αἴσϑομαι), ᾐσϑημαι (bei Sp., wie LXX., auch αἰσϑανϑῆναι), vgl. ἀΐω, – durch die Sinne wahrnehmen, bemerken, τινός, z. B. hören, κραυγῆς Xen. Hell. 4, 4, 4; φωνῆς Ar. Nub. 292; κηρυγμάτων Soph. El. 683; εἴτε ἄλλου παρὼν ἐπαινοῠντος ᾔσϑησαι Plat. Polit. 306 d; φωνήν Ar. Plut. 670; βοήν Soph. Ai. 1308; κτύπον Eur. Or. 1296; τῇ ἀκοῇ, mit dem Gehöre, vernehmen, Thuc. 6, 17; riechen, τῇ ὀσμῂ Xen. Mem. 3, 11, 8 Cyneg. 3, 3. Vom Sehen, Soph. Phil. 75; Xen. Cyr. 3, 2, 1. Vom Gefühl, beim μαστιγοῠν, Ar. Ran. 634. Ganz allgemein: ἀκούω ἡ τιν' ἄλλην αἴσϑησιν αἰσϑάνομαι Plat. Theaet. 192 d; ὁρᾶν, ἀκούειν καὶ τἄλλα αἰσϑ. Phaed. 75 b. Uebrtr., mit dem Geiste wahrnehmen, bemerken; mit folgender Fragepartikel, ὅσου ἐνδὲουσιν Cratyl. 432 d; πῶς ἐχεις Alc. I, 135 c; ὁποῖον λέγεις Xen. Mam. 4, 4, 13; mit ὅτι, Plat. Gorg. 518 e Conv. 202 a; Xen. An. 3, 1, 40; ᾔσϑου τὸν Ἄβυδον ὡς ἀνὴρ γεγένηται Hermipp. com. Ath. XII, 524 f; ᾔσϑετο τὸ στράτευμα ὅτι ήν An. 1, 2, 21; ψυχὴ ϑεῶν ᾔσϑηται ὅτι εἰσί Mem. 1, 4, 13; häufig c. gen. u. partic., τινὸς ὑποστενούσης Soph. El. 79; τειχιζόντων Thuc. 5, 83; ἐμοῠ ψευδομαρτυροῠντος Xen. Mem. 4, 4, 11; σοῠ φιλοῠντος Ar. Vesp. 888; mit dem bloßen gen., Soph. El. 673; ἀπειλῶν Plat. Tim. 70 b; mit acc. c. partic., τυράννους ἐμπεσόντας Aesch. Prom. 459; ἐμὲ λυπουμὲνην Ar. Plut. 1011; vgl. Soph. Phil. 443; Plat. Theaet. 144 a; öfter Thuc. u. Xen.; ῥύγχος φορῶν ὕειον ᾐσϑόμην Anaxil. Ath. III, 95 b; mit dem bloßen acc., τὰ τῶν πολεμίων Thuc. 4, 70 u. öfter; selten περί τινος, 1, 70; aber ὑπό τινος, von Einem erfahren, 5, 2; Plat. Theaet. 185 a. Absolut, οἱ αἰσϑανόμενοι, die Verständigen, Thuc. 1, 71, Schol. οἱ φρόνιμοι; vgl. Xen. Mem. 4, 1, 1; ἀγαϑῶν καὶ κακῶν, der Recht und Unrecht zu unterscheiden weiß, 4, 5, 6.
См. также в других словарях:
φόρος — Το μέρος εκείνο του εθνικού εισοδήματος που παίρνουν οι δημόσιοι οργανισμοί από τις ιδιωτικές οικονομικές μονάδες, για να εξασφαλίζουν τα μέσα που χρειάζονται για την ανάπτυξη της δικής τους δραστηριότητας. Ο φ. αποτελεί το όργανο διαμέσου του… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Οικονομία (Νεότεροι χρόνοι) — Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΤΗΣ ΝΕΟΤΕΡΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ Η περίοδος 1830 1992 Η Επανάσταση του 1821 οδήγησε στην επίσημη ίδρυση του νεοελληνικού κράτους, το 1830, κατόπιν της επέμβασης των Προστάτιδων Δυνάμεων (Αγγλίας, Γαλλίας, Ρωσίας). Η χώρα τότε περιελάμβανε την… … Dictionary of Greek
Λαβουαζιέ, Αντουάν Λοράν — (Antoine Laurent Lavoisier, Παρίσι 1743 – 1794). Γάλλος φυσικός και χημικός, θεμελιωτής της σύγχρονης χημείας. Γιος πλούσιου δικηγόρου, απέκτησε εξαίρετη μόρφωση και ιδίως μοναδική προπαρασκευή στη φυσική και στα μαθηματικά, η οποία επέδρασε πολύ … Dictionary of Greek
κέρδος — Η διαφορά του κόστους από τα έσοδα που αποφέρει μια οικονομική δραστηριότητα, σύμφωνα με τη λογιστική έννοια, ή η αμοιβή της επιχειρηματικότητας ως συντελεστή παραγωγής, σύμφωνα με την οικονομική θεωρία. Στη λογιστική, το κ. καταγράφεται στην… … Dictionary of Greek
Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
φορός — Το μέρος εκείνο του εθνικού εισοδήματος που παίρνουν οι δημόσιοι οργανισμοί από τις ιδιωτικές οικονομικές μονάδες, για να εξασφαλίζουν τα μέσα που χρειάζονται για την ανάπτυξη της δικής τους δραστηριότητας. Ο φ. αποτελεί το όργανο διαμέσου του… … Dictionary of Greek
φορολογικός — ή, ό / φορολογικός, ή, όν, ΝΜ αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φορολογία (α. «φορολογικοί κατάλογοι» β. «ξυνεκύκας τὰ φορολογικὰ θηρία», Μιχ. Ακομ.) νεοελλ. φρ. α) «φορολογική απαλλαγή» (οικον.) η ολική ή μερική κατάργηση τής υποχρέωσης ενός… … Dictionary of Greek
Λο, Τζον — (John Law, Εδιμβούργο 1671 – Βενετία 1729). Βρετανός τραπεζίτης και οικονομολόγος. Ανήκε σε πλούσια οικογένεια, και, αν και είχε άστατη ζωή, απέκτησε βαθιά γνώση των οικονομικών και τραπεζικών ζητημάτων. Το 1694, επειδή σκότωσε κάποιον σε… … Dictionary of Greek
λαθρεμπόριο — Σύμφωνα με ορισμένες νομοθεσίες (γερμανική, βελγική, ισπανική) και κατά την κοινώς διαδεδομένη έννοια του όρου, λ. θεωρείται η εισαγωγή απαγορευμένων εμπορευμάτων σε μια χώρα. Κατά την ελληνική νομοθεσία (ν. 1165/1918 «περί τελωνειακού κώδικος»,… … Dictionary of Greek